ἀγκαλιδαγωγός

ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκᾰλῐδ-ᾰγωγός, όν,
A carrying an armful or bundle, of beasts of burden; [full] ἀγκαλιδη-φόρος, [suff] ἀγκᾰλῐδ-φορέω being used of men, Poll.2.139, 7.109.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγκαλιδαγωγός — ἀγκαλιδαγωγός, όν (Α) (για ζώα) αυτός που μεταφέρει αγκαλίδες, δεμάτια ή φορτίο γενικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίς + ἀγωγός] …   Dictionary of Greek

  • ἀγκαλιδαγωγοί — ἀγκαλιδαγωγός carrying an armful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκαλιδαγωγώ — ἀγκαλιδαγωγῶ, έω (Α) [ἀγκαλιδαγωγός] μεταφέρω φορτίο …   Dictionary of Greek

  • αγκαλιδηφόρος — ἀγκαλιδηφόρος, ον (AM) (για ανθρώπους) αυτός που μεταφέρει δεμάτια (πρβλ. για ζώα, ἀγκαλιδαγωγός*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίδη, παράλληλος τύπος τής λ. ἀγκαλίς + φόρος < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • ἀγκαλιδαγωγοῖς — ἀγκαλιδαγωγέω carry a bundle pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ἀγκαλιδαγωγός carrying an armful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”